- δακτυλοκοιλογλύφος
- δακτῠλο-κοιλογλύφος [pron. full] [λῠ], ὁ,A = δακτυλιογλύφος, IGRom.4.1648 ([place name] Philadelphia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δακτυλοκοιλογλύφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)